- ασπιδίστρα
- (aspidistra). Πολυετές φυτό της οικογένειας των λειριιδών, χωρίς βλαστό, αλλά με μεγάλα (40-50 εκ.) πράσινα ή ποικιλόχρωμα γυαλιστερά φύλλα, εκπτυσσόμενα κατευθείαν από τα υπόγεια ριζώματα. Έχει άνθη μικρά, ωχροπόρφυρα, κρυμμένα. Πολύ διαδεδομένη στη χώρα μας, καλλιεργείται κυρίως σε ζαρντινιέρες και γλάστρες, για διακόσμηση εσωτερικών χώρων, βεραντών και εισόδων. Λιγότερο καλλιεργείται σε κήπους, κυρίως κάτω από πυκνά δέντρα. Φυτό σκιόφιλο, παθαίνει εγκαύματα στα φύλλα εάν εκτεθεί στον δυνατό ήλιο του καλοκαιριού. Προτιμά έδαφος ελαφρό, υγρό, αλλά αντέχει και στην ξηρασία. Πολλαπλασιάζεται με χώρισμα των ριζωμάτων που φέρουν φύλλα.
Dictionary of Greek. 2013.